εννεαγυνία

εννεαγυνία
η [εννεάγυνος]
βοτ.
1. διαίρεση τού συστήματος τού Λινναίου η οποία περιλαμβάνει τα φυτά που τα άνθη τους έχουν εννέα καρπόφυλλα ή στύλους
2. η ιδιότητα τών εννεάγυνων ανθέων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”